Μάνα ηρωίδα!

Aπο τότε που έγινε μάνα,
ξήλωνε τη ζωή της
και έπλεκε όνειρα… 
Τα νιάτα της μεταξωτά, τα τύλιγε κουβάρι.
Κάθε αυγή,
δυο ηλιαχτίδες έκοβε και έπλεκε μ’αυτές.
Όταν η νύχτα έπεφτε
τη χτένιζε με αγάπη
και έριχνε τα αστέρια της
στην ανοιχτή ποδιά της.
Ύστερα,
ένα ένα, τα καλοέραβε
επάνω στο πλεχτό της.
Έτσι της ξεχρέωνε η ζωή, το φώς που της χρωστούσε!
Σαν τελείωνε, έσβηνε τις βελόνες της και φόραγε στο παιδί της τις ευχές της κατάσαρκα.
Δεκα τρία πλεχτά, ζέσταιναν τις ζωές που έφερε στον κόσμο, καθώς και τη δική της!
Όμως, μονάχα οχτώ της έμειναν.
Τα πέντε, τα κρέμασε αδειανά η μοίρα της, στα καρφιά που έμπηγε στην καρδιά της,
στερεώνοντας απουσίες…
Η ζωή της, μοιρασμένη σε δυό πατρίδες.
Προσφυγοπούλα, Πόντια,
ξεριζωμένη απο τον τόπο της,
ήρθε σε εύφορη αγκαλιά και ρίζωσε ξανά. 
Πάντα κάποια απόσταση μεγάλη, τη χώριζε απο αγαπημένα πρόσωπα.
Τότε, ήταν οι γονείς και τα αδέρφια της, που έμειναν πίσω.
Τα στέφανα του γάμου της, δεμένα με γκρι ξεφτισμένη κορδέλα πολλών χιλιομέτρων, που δεν την έκοβε ποτέ,
τα φύλαγε κρεμασμένα στην κάμαρά της, να στολίζουν τη μοναξιά της.
Να στεφανώνουν ήρωες, αγώνων διαφορετικών…
Πάντα κάποια απόσταση μεγάλη τη χώριζε απο αγαπημένα πρόσωπα…
Μια απο αυτές, την κρατούσε μακριά απο τον άντρα της, που αντάρτης ήταν στο βουνό κι εκείνο, τον οδήγησε ως πρόσφυγα πολιτικό σε μια πατρίδα άλλη.
Εκείνη, έδινε τις δικές της μάχες και τις κέρδιζε!
Μάνα αγέρωχη, περήφανη και δυνατή,
στεκόταν όρθια δίπλα στα παιδιά της.
Σαν έβλεπε το δέντρο της,
που ρίζωσε στη γη αυτή που τόσο αγαπούσε,
να το γεμίζουνε κλαριά κι όλο να μεγαλώνει,
χαρούμενη και γελαστή,
καθότανε στον ίσκιο του και σιγοτραγουδούσε.
Ώσπου,
απο το πιο γέρικο κλαρί, άνοιξε τα φτερά της…
'Ηθελε λέει, να πάει να βρεί
και τ’άλλα τα παιδιά της…
Σοφία την έλεγαν!
Ήταν μάνα! Ήταν ηρωίδα!
Ήταν η γιαγιά μου!
Γιαγιά μου!
Αφιερωμένη στη μνήμη σου η μέρα αυτή!
Σοφία Μαρωνίδη